νεροστρόβιλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | νεροστρόβιλος | οι | νεροστρόβιλοι |
| γενική | του | νεροστρόβιλου & νεροστροβίλου |
των | νεροστρόβιλων & νεροστροβίλων |
| αιτιατική | τον | νεροστρόβιλο | τους | νεροστρόβιλους & νεροστροβίλους |
| κλητική | νεροστρόβιλε | νεροστρόβιλοι | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «καρδινάλιος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
νεροστρόβιλος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.