τουρμπίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η τουρμπίνα οι τουρμπίνες
      γενική της τουρμπίνας των τουρμπινών
    αιτιατική την τουρμπίνα τις τουρμπίνες
     κλητική τουρμπίνα τουρμπίνες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τουρμπίνα < γαλλική turbine (πρβ. λατινικά: turbo)

Ουσιαστικό

τουρμπίνα θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.