στροβιλιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | στροβιλιστικός | η | στροβιλιστική | το | στροβιλιστικό |
| γενική | του | στροβιλιστικού | της | στροβιλιστικής | του | στροβιλιστικού |
| αιτιατική | τον | στροβιλιστικό | τη | στροβιλιστική | το | στροβιλιστικό |
| κλητική | στροβιλιστικέ | στροβιλιστική | στροβιλιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | στροβιλιστικοί | οι | στροβιλιστικές | τα | στροβιλιστικά |
| γενική | των | στροβιλιστικών | των | στροβιλιστικών | των | στροβιλιστικών |
| αιτιατική | τους | στροβιλιστικούς | τις | στροβιλιστικές | τα | στροβιλιστικά |
| κλητική | στροβιλιστικοί | στροβιλιστικές | στροβιλιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- στροβιλιστικός < → λείπει η ετυμολογία
Επίθετο
στροβιλιστικός
- → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
Μεταφράσεις
στροβιλιστικός
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.