ατμοστρόβιλος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ατμοστρόβιλος οι ατμοστρόβιλοι
      γενική του ατμοστρόβιλου των ατμοστρόβιλων
    αιτιατική τον ατμοστρόβιλο τους ατμοστρόβιλους
     κλητική ατμοστρόβιλε ατμοστρόβιλοι
Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ατμοστρόβιλος < ατμο- + στρόβιλος, μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική steam turbine

Προφορά

ΔΦΑ : /a.tmoˈstɾo.vi.los/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ατμοστρόβιλος

Ουσιαστικό

ατμοστρόβιλος αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.