κουκουνάρι

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το κουκουνάρι τα κουκουνάρια
      γενική του κουκουναριού των κουκουναριών
    αιτιατική το κουκουνάρι τα κουκουνάρια
     κλητική κουκουνάρι κουκουνάρια
Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση.
Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κουκουνάρι < μεσαιωνική ελληνική κουκουνάρι(ον) < αρχαία ελληνική κόκκων < κόκκος

Ουσιαστικό

κουκουνάρι ουδέτερο

  1. ο άσπρος σπόρος που βρίσκεται μέσα στην κουκουνάρα
     συνώνυμα: κουκουναρόσπορος, πινόλια
  2. η κουκουνάρα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.