χιονοστρόβιλος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | χιονοστρόβιλος | οι | χιονοστρόβιλοι |
| γενική | του | χιονοστρόβιλου | των | χιονοστρόβιλων |
| αιτιατική | τον | χιονοστρόβιλο | τους | χιονοστρόβιλους |
| κλητική | χιονοστρόβιλε | χιονοστρόβιλοι | ||
| Κατηγορία όπως «αντίλαλος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
.jpg.webp)
Χιονοστρόβιλοι
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ço.noˈstɾo.vi.los/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : χιο‐νο‐στρό‐βι‐λος
Ουσιαστικό
χιονοστρόβιλος αρσενικό
- (μετεωρολογία) δυνατός άνεμος που στροβιλίζει το χιόνι
- → δείτε και τη λέξη ανεμόχιονο
Μεταφράσεις
χιονοστρόβιλος
|
|
Αναφορές
- χιονοστρόβιλος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.