στροβιλοσυμπιεστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο στροβιλοσυμπιεστής οι στροβιλοσυμπιεστές
      γενική του στροβιλοσυμπιεστή των στροβιλοσυμπιεστών
    αιτιατική τον στροβιλοσυμπιεστή τους στροβιλοσυμπιεστές
     κλητική στροβιλοσυμπιεστή στροβιλοσυμπιεστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

στροβιλοσυμπιεστής < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

στροβιλοσυμπιεστής αρσενικό

  • λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.