πεύκο

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πεύκο τα πεύκα
      γενική του πεύκου των πεύκων
    αιτιατική το πεύκο τα πεύκα
     κλητική πεύκο πεύκα
Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Πεύκα.
Κουκουνάρι πεύκου και πευκοβελόνες.

Ετυμολογία

πεύκο < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πεύκη, με αλλαγή γένους κατ' αναλογία προς το δέντρο [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpef.ko/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πεύκο

Ουσιαστικό

πεύκο ουδέτερο

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. {Π:ΛΚΝ}}
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.