μεταβίβαση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μεταβίβαση | οι | μεταβιβάσεις |
| γενική | της | μεταβίβασης* | των | μεταβιβάσεων |
| αιτιατική | τη | μεταβίβαση | τις | μεταβιβάσεις |
| κλητική | μεταβίβαση | μεταβιβάσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, μεταβιβάσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μεταβίβαση < μεσαιωνική ελληνική μεταβίβασις[1], ή αναδημιουργία λέξης (καθαρεύουσα) μεταβίβα(σις) +-ση < αρχαία ελληνική μεταβιβάζω < μετά + βιβάζω & μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική transmission[2] [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /me.taˈvi.va.si/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : με‐τα‐βί‐βα‐ση
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη μεταβιβάζω
Μεταφράσεις
μεταβίβαση
Αναφορές
- μεταβίβαση - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- μεταβίβαση - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.