περίσκεψη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | περίσκεψη | οι | περισκέψεις |
| γενική | της | περίσκεψης* | των | περισκέψεων |
| αιτιατική | την | περίσκεψη | τις | περισκέψεις |
| κλητική | περίσκεψη | περισκέψεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, περισκέψεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- περίσκεψη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή περίσκεψις → δείτε τις λέξεις περισκέπτομαι και περίσκεπτος
Προφορά
- ΔΦΑ : /peˈɾi.sce.psi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πε‐ρί‐σκε‐ψη
Μεταφράσεις
περίσκεψη
|
Πηγές
- περίσκεψη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.