thought
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| thought | thoughts |
thought (en)
- η σκέψη, κάτι που σκέφτεται κανείς
- ↪ Don’t stop him, let him finish his thought.
- Μην τον σταματάτε, αφήστε τον να ολοκληρώσει τη σκέψη του.
- ↪ Don’t stop him, let him finish his thought.
- (μόνο πληθυντικός) η σκέψη, το μυαλό ενός ατόμου και όλες τις ιδέες που έχει όταν σκέφτεται
- ↪ She can’t concentrate, her thoughts wander elsewhere.
- Δεν μπορεί να συγκεντρωθεί, η σκέψη της πετά αλλού.
- ↪ She can’t concentrate, her thoughts wander elsewhere.
Παράγωγα
Πηγές
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.