διάσκεψη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διάσκεψη | οι | διασκέψεις |
| γενική | της | διάσκεψης* | των | διασκέψεων |
| αιτιατική | τη | διάσκεψη | τις | διασκέψεις |
| κλητική | διάσκεψη | διασκέψεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διασκέψεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διάσκεψη < αρχαία ελληνική διάσκεψις < διασκέπτομαι < διά + σκέπτομαι (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική délibération)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈði̯a.sce.psi/ & /ˈðʝa.sce.psi/
Ουσιαστικό
διάσκεψη θηλυκό
- σύσκεψη που έχει συνήθως επίσημο χαρακτήρα
- ※ Ο βασιλιάς Όθωνας, δεύτερος γιος του βασιλιά Λουδοβίκου της Βαυαρίας, ανακηρύχθηκε βασιλιάς της Ελλάδας στη Διάσκεψη του Λονδίνου, τον Φεβρουάριο του 1832. Ανήλικος ακόμη, υπό την εποπτεία μιας Αντιβασιλείας αποτελούμενης από τρεις Βαυαρούς, στις 6 Φεβρουαρίου 1833 αποβιβάστηκε στο Ναύπλιο συνοδευόμενος από έναν στρατό 3.500 Βαυαρών. (Εντμόν Αμπού, (μτφ. Αριστέα Κομνηνέλλη), Η Ελλάδα του Όθωνα, Αθήνα: Μεταίχμιο, 2018, σελ. 75)
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις διασκέπτομαι, διά και σκέπτομαι
Μεταφράσεις
διάσκεψη
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.