σκέψις


Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική σκέψῐς αἱ σκέψεις
      γενική τῆς σκέψεως τῶν σκέψεων
      δοτική τῇ σκέψει ταῖς σκέψεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν σκέψῐν τὰς σκέψεις
     κλητική ! σκέψῐ σκέψεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  σκέψει
γεν-δοτ τοῖν  σκεψέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'πόλις' όπως «πόλις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σκέψις < σκέπτομαι λείπει η ετυμολογία
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: νέα ελληνικά: σκέψη

Ουσιαστικό

σκέψις θηλυκό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.