σύσκεψη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | σύσκεψη | οι | συσκέψεις |
| γενική | της | σύσκεψης* | των | συσκέψεων |
| αιτιατική | τη | σύσκεψη | τις | συσκέψεις |
| κλητική | σύσκεψη | συσκέψεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, συσκέψεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- σύσκεψη < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή σύσκε(ψις) (πολλή σκέψη) + -ψη < συσκέπτομαι < σύ- + αρχαία ελληνική σκέπτομαι, σκεπ- + -σις
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsi.sce.psi/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύ‐σκε‐ψη
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις συσκέπτομαι, συν και σκέπτομαι
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
Πηγές
- σύσκεψη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- σύσκεψη - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.