πρωτοπόρος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πρωτοπόρος | η | πρωτοπόρα & πρωτοπόρος |
το | πρωτοπόρο |
| γενική | του | πρωτοπόρου | της | πρωτοπόρας & πρωτοπόρου |
του | πρωτοπόρου |
| αιτιατική | τον | πρωτοπόρο | την | πρωτοπόρα & πρωτοπόρο |
το | πρωτοπόρο |
| κλητική | πρωτοπόρε | πρωτοπόρα & πρωτοπόρε |
πρωτοπόρο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πρωτοπόροι | οι | πρωτοπόρες & πρωτοπόροι |
τα | πρωτοπόρα |
| γενική | των | πρωτοπόρων | των | πρωτοπόρων | των | πρωτοπόρων |
| αιτιατική | τους | πρωτοπόρους | τις | πρωτοπόρες & πρωτοπόρους |
τα | πρωτοπόρα |
| κλητική | πρωτοπόροι | πρωτοπόρες & πρωτοπόροι |
πρωτοπόρα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πρωτοπόρος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή πρωτοπόρος (πρωτοτάξιδος) < αρχαία ελληνική πρῶτος (πρωτο- + πόρος
- για τις μεταφορικές σημασίες:< (σημασιολογικό δάνειο) γαλλική pionnier κατά τη σημασία του πρωτοπορία [1]
- και ουσιαστικοποιημένο
Προφορά
- ΔΦΑ : /pɾo.toˈpo.ɾos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πρω‐το‐πό‐ρος
Επίθετο
πρωτοπόρος, -α / -ος, -ο
- που προπορεύεται, που βρίσκεται μπροστά
- που πετυχαίνει σε ό,τι καταπιάνεται και διακρίνεται
- που εφαρμόζει νέες, καινούριες τεχνικές, μεθόδους, γνώσεις ή έχει νέες ιδέες κι οι άλλοι τον ακολουθούν
Αντώνυμα
Συγγενικά
- πρωτοπορία
- πρωτοποριακά
- πρωτοποριακός
- πρωτοπορώ
- → δείτε τις λέξεις πρώτος, πόρος και περνώ
Αναφορές
- πρωτοπόρος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ/ἡ | πρωτοπόρος | τὸ | πρωτοπόρον | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | πρωτοπόρου | τοῦ | πρωτοπόρου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | πρωτοπόρῳ | τῷ | πρωτοπόρῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | πρωτοπόρον | τὸ | πρωτοπόρον | ||
| κλητική ὦ! | πρωτοπόρε | πρωτοπόρον | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | πρωτοπόροι | τὰ | πρωτοπόρᾰ | ||
| γενική | τῶν | πρωτοπόρων | τῶν | πρωτοπόρων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | πρωτοπόροις | τοῖς | πρωτοπόροις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | πρωτοπόρους | τὰ | πρωτοπόρᾰ | ||
| κλητική ὦ! | πρωτοπόροι | πρωτοπόρᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πρωτοπόρω | τὼ | πρωτοπόρω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πρωτοπόροιν | τοῖν | πρωτοπόροιν | ||
| 2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πρωτοπόρος < αρχαία ελληνική πρῶτος (πρωτο-) + πόρος
Συνώνυμα
Συγγενικά
Πηγές
- πρωτοπόρος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.