πρωτοποριακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πρωτοποριακός | η | πρωτοποριακή | το | πρωτοποριακό |
| γενική | του | πρωτοποριακού | της | πρωτοποριακής | του | πρωτοποριακού |
| αιτιατική | τον | πρωτοποριακό | την | πρωτοποριακή | το | πρωτοποριακό |
| κλητική | πρωτοποριακέ | πρωτοποριακή | πρωτοποριακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πρωτοποριακοί | οι | πρωτοποριακές | τα | πρωτοποριακά |
| γενική | των | πρωτοποριακών | των | πρωτοποριακών | των | πρωτοποριακών |
| αιτιατική | τους | πρωτοποριακούς | τις | πρωτοποριακές | τα | πρωτοποριακά |
| κλητική | πρωτοποριακοί | πρωτοποριακές | πρωτοποριακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πρωτοποριακός < πρωτοπορία + -ακός (σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική avant-gardiste)
Συγγενικά
- πρωτοποριακά
- → δείτε τη λέξη πρωτοπόρος
Μεταφράσεις
πρωτοποριακός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.