πρωτόπλους
Αρχαία ελληνικά (grc)
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρωτοπλοο- | ||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | πρωτόπλοος > πρωτόπλους | τὸ | πρωτόπλοον > πρωτόπλουν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | πρωτοπλόου > πρωτόπλου | τοῦ | πρωτοπλόου > πρωτόπλου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | πρωτοπλόῳ > πρωτόπλῳ | τῷ | πρωτοπλόῳ > πρωτόπλῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | πρωτόπλοον > πρωτόπλουν | τὸ | πρωτόπλοον > πρωτόπλουν | ||
| κλητική ὦ! | πρωτόπλοε > πρωτόπλους | πρωτόπλοον > πρωτόπλουν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | πρωτόπλοοι > πρωτόπλοι | τὰ | πρωτόπλοᾰ > πρωτόπλοᾰ | ||
| γενική | τῶν | πρωτοπλόων > πρωτόπλων | τῶν | πρωτοπλόων > πρωτόπλων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | πρωτοπλόοις > πρωτόπλοις | τοῖς | πρωτοπλόοις > πρωτόπλοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | πρωτοπλόους > πρωτόπλους | τὰ | πρωτόπλοᾰ > πρωτόπλοᾰ | ||
| κλητική ὦ! | πρωτόπλοοι > πρωτόπλοι | πρωτόπλοᾰ > πρωτόπλοᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πρωτοπλόω > πρωτόπλω | τὼ | πρωτοπλόω > πρωτόπλω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πρωτοπλόοιν > πρωτόπλοιν | τοῖν | πρωτοπλόοιν > πρωτόπλοιν | ||
| Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές." | ||||||
| 2η κλίση, ομάδα 'εὔνοος εὔνους', Κατηγορία 'εὔνους' όπως «εὔνους» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πρωτόπλους < πρωτό- + -πλους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.