ρηξικέλευθος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ρηξικέλευθος | η | ρηξικέλευθη | το | ρηξικέλευθο |
| γενική | του | ρηξικέλευθου | της | ρηξικέλευθης | του | ρηξικέλευθου |
| αιτιατική | τον | ρηξικέλευθο | τη | ρηξικέλευθη | το | ρηξικέλευθο |
| κλητική | ρηξικέλευθε | ρηξικέλευθη | ρηξικέλευθο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ρηξικέλευθοι | οι | ρηξικέλευθες | τα | ρηξικέλευθα |
| γενική | των | ρηξικέλευθων | των | ρηξικέλευθων | των | ρηξικέλευθων |
| αιτιατική | τους | ρηξικέλευθους | τις | ρηξικέλευθες | τα | ρηξικέλευθα |
| κλητική | ρηξικέλευθοι | ρηξικέλευθες | ρηξικέλευθα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ρηξικέλευθος < (ελληνιστική κοινή) ῥηξικέλευθος < αρχαία ελληνική ῥήγνυμι (ανοίγω) + θηλυκό ουσιαστικό: (η) κέλευθος (σημασία: δρόμος)
Επίθετο
ρηξικέλευθος, -η, -ο
- (λόγιο) που αποτελεί σημαντική πρόοδο και ανοίγει νέους δρόμους σε ένα τομέα ανθρώπινης δραστηριότητας ή τρόπο σκέψης (επιστήμη, πολιτική, κοινωνία, οικονομία κ.α.) οριοθετώντας μία τομή σε σχέση με τα καθιερωμένα ή γνωστά έως την εμφάνισή του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.