διακρίνομαι

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ði̯aˈkɾi.no.me/ & /ðʝaˈkɾi.no.me/
τυπογραφικός συλλαβισμός: διακρίνομαι

Ρηματικός τύπος

διακρίνομαι, π.αόρ.: διακρίθηκα, μτχ.π.π.: διακεκριμένος

  • παθητική φωνή του ρήματος διακρίνω  δείτε και την κλίση 
    1. παθητικές σημασίες του διακρίνω
    2. ξεχωρίζω για την προσφορά μου σε κάποιον επαγγελματικό ή επιστημονικό κλπ τομέα και αποσπώ διακρίσεις γι' αυτήν
      ο συμπολίτης μας κ. Χ διακρίθηκε για την προσφορά του στα γράμματα και τις τέχνες

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρηματικός τύπος

διακρίνομαι

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.