πρωτόπλοος
Αρχαία ελληνικά (grc)
- πρωτόπλους (συνηρημένο)
Συνώνυμα
Κλίση
| → γένη | αρσενικό & θηλυκό | ουδέτερο | ||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρωτοπλοο- | ||||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | πρωτόπλοος > πρωτόπλους | τὸ | πρωτόπλοον > πρωτόπλουν | ||
| γενική | τοῦ/τῆς | πρωτοπλόου > πρωτόπλου | τοῦ | πρωτοπλόου > πρωτόπλου | ||
| δοτική | τῷ/τῇ | πρωτοπλόῳ > πρωτόπλῳ | τῷ | πρωτοπλόῳ > πρωτόπλῳ | ||
| αιτιατική | τὸν/τὴν | πρωτόπλοον > πρωτόπλουν | τὸ | πρωτόπλοον > πρωτόπλουν | ||
| κλητική ὦ! | πρωτόπλοε > πρωτόπλους | πρωτόπλοον > πρωτόπλουν | ||||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ/αἱ | πρωτόπλοοι > πρωτόπλοι | τὰ | πρωτόπλοᾰ > πρωτόπλοᾰ | ||
| γενική | τῶν | πρωτοπλόων > πρωτόπλων | τῶν | πρωτοπλόων > πρωτόπλων | ||
| δοτική | τοῖς/ταῖς | πρωτοπλόοις > πρωτόπλοις | τοῖς | πρωτοπλόοις > πρωτόπλοις | ||
| αιτιατική | τοὺς/τὰς | πρωτοπλόους > πρωτόπλους | τὰ | πρωτόπλοᾰ > πρωτόπλοᾰ | ||
| κλητική ὦ! | πρωτόπλοοι > πρωτόπλοι | πρωτόπλοᾰ > πρωτόπλοᾰ | ||||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πρωτοπλόω > πρωτόπλω | τὼ | πρωτοπλόω > πρωτόπλω | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πρωτοπλόοιν > πρωτόπλοιν | τοῖν | πρωτοπλόοιν > πρωτόπλοιν | ||
| Οι σπάνιες κλητικές πτώσεις, ίδιες με τις ονομαστικές." | ||||||
| 2η κλίση, ομάδα 'εὔνοος εὔνους', Κατηγορία 'εὔνοος' όπως «εὔνοος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Πηγές
- πρωτόπλοος - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- πρωτόπλοος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.