πρωτοπορεία
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | πρωτοπορείᾱ | αἱ | πρωτοπορεῖαι |
| γενική | τῆς | πρωτοπορείᾱς | τῶν | πρωτοπορειῶν |
| δοτική | τῇ | πρωτοπορείᾳ | ταῖς | πρωτοπορείαις |
| αιτιατική | τὴν | πρωτοπορείᾱν | τὰς | πρωτοπορείᾱς |
| κλητική ὦ! | πρωτοπορείᾱ | πρωτοπορεῖαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πρωτοπορείᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | πρωτοπορείαιν | ||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'χώρα' όπως «χώρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.