ουραγός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ουραγός οι ουραγοί
      γενική του ουραγού των ουραγών
    αιτιατική τον ουραγό τους ουραγούς
     κλητική ουραγέ ουραγοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ουραγός < (ελληνιστική κοινή) οὐραγός < οὐρά +ἄγω

Ουσιαστικό

ουραγός αρσενικό ή θηλυκό

  1. αυτός που βρίσκεται στην οπισθοφυλακή
  2. αυτός που βρίσκεται στις τελευταίες θέσεις μιας βαθμολογικής κατάταξης
  3. αυτός που απλώς ακολουθεί τους άλλους

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.