πνεύμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το πνεύμα τα πνεύματα
      γενική του πνεύματος των πνευμάτων
    αιτιατική το πνεύμα τα πνεύματα
     κλητική πνεύμα πνεύματα
Κατηγορία όπως «κύμα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πνεύμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική πνεῦμα [1]
το διακριτικό σημάδι < ελληνιστική σημασία
για το γενικό χαρακτήρα < σημασιολογικό δάνειο από τη γαλλική esprit
για την αλκοόλη < σημασιολογικό δάνειο από την αγγλική spirit

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpnev.ma/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πνεύμα

Ουσιαστικό

πνεύμα ουδέτερο

  1. ο νους του ανθρώπου, ατομικά ή συλλογικά
    η δημιουργία του πολιτισμού είναι η κορυφαία εκδήλωση του ανθρώπινου πνεύματος
  2. το άυλο στοιχείο της ανθρώπινης ύπαρξης, σε αντιδιαστολή με το σώμα
    δεν ενδιαφέρεται για τα υλικά αγαθά παρά μόνο για το πνεύμα
  3. η ψυχή του ανθρώπου
    παρέδωσε το πνεύμα: πέθανε
  4. μη υλική οντότητα, π.χ. κατώτερη θεότητα, η ψυχή ενός νεκρού ή ένα φάντασμα
    ισχυρίζεται ότι επικοινωνεί με το πνεύμα του παππού της
  5. ο ιδιαίτερος χαρακτήρας, η ιδιαίτερη σημασία κάποιου πράγματος
    το πνεύμα της εποχής, το πνεύμα του βιβλίου, της συζήτησης κ.λπ
  6. o αστεϊσμός, το χιούμορ
    του αρέσει να κάνει πνεύμα
  7. (διακριτικό σημάδι) διακριτικό σημάδι στο πολυτονικό σύστημα γραφής το οποίο δεν υποδεικνύει τη συλλαβή τονισμού αλλά στην αρχαιότητα πιθανότατα έδειχνε μεταβολή στον τρόπο προφοράς του γράμματος
    η ψιλή και η δασεία είναι δύο πνεύματα που χρησιμοποιήθηκαν στο ελληνικό πολυτονικό σύστημα γραφής
  8. η αλκοόλη

Συγγενικά

Σύνθετα

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.