δασεία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | δασεία | οι | δασείες |
| γενική | της | δασείας | των | δασειών |
| αιτιατική | τη | δασεία | τις | δασείες |
| κλητική | δασεία | δασείες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- δασεία < δασεῖα (ουσιαστικό της καθαρεύσουας) < αρχαία ελληνική δασεῖα, θηλυκό του επιθέτου δασύς (πυκνός, τραχύς)
Ουσιαστικό
δασεία θηλυκό
- το διακριτικό σημάδι που τίθεται στο πολυτονικό σύστημα γραφής πάνω στο αρχικό ρ και στα αρχικά φωνήεντα συγκεκριμένων λέξεων οι οποίες στην αρχαιότητα προφέρονταν με δασύ πνεύμα
- ↪ όλες οι λέξεις που αρχίζουν από υ παίρνουν δασεία, πχ ὑγρός, ὑπέρ, ὑπό κ.λπ.
- σύμβολο: ῾
Μεταφράσεις
δασεία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.