φάντασμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το φάντασμα τα φαντάσματα
      γενική του φαντάσματος των φαντασμάτων
    αιτιατική το φάντασμα τα φαντάσματα
     κλητική φάντασμα φαντάσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

φάντασμα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική φάντασμα από τη ρίζα του φαίνω

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈfan.da.zma/

Ουσιαστικό

φάντασμα ουδέτερο

  1. το πνεύμα ενός νεκρού που εμφανίζεται στους ζωντανούς
  2. κάτι το απειλητικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.