πνευματοκρατία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πνευματοκρατία | οι | πνευματοκρατίες |
| γενική | της | πνευματοκρατίας | των | πνευματοκρατιών |
| αιτιατική | την | πνευματοκρατία | τις | πνευματοκρατίες |
| κλητική | πνευματοκρατία | πνευματοκρατίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
πνευματοκρατία θηλυκό
- φιλοσοφικό δόγμα που υποστηρίζει πως μοναδική ουσία των όντων είναι το πνεύμα
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
πνευματοκρατία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.