πνευματοκρατία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πνευματοκρατία οι πνευματοκρατίες
      γενική της πνευματοκρατίας των πνευματοκρατιών
    αιτιατική την πνευματοκρατία τις πνευματοκρατίες
     κλητική πνευματοκρατία πνευματοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πνευματοκρατία < σύνθεση των λέξεων πνεύμα + κράτος, πνευματο- + -κρατία

Ουσιαστικό

πνευματοκρατία θηλυκό

Συνώνυμα

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.