πνευμόνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πνευμόνι | τα | πνευμόνια |
| γενική | του | πνευμονιού | των | πνευμονιών |
| αιτιατική | το | πνευμόνι | τα | πνευμόνια |
| κλητική | πνευμόνι | πνευμόνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πνευμόνι μεσαιωνική ελληνική< φλεμμόνιν<πλεμόνιν ελληνιστική <πνευμόνιο υποκ. αρχαία ελληνική< πλεύμων < πνεύμων
- φλεμόνι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.