πνευματικότητα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πνευματικότητα | οι | πνευματικότητες |
| γενική | της | πνευματικότητας | των | πνευματικοτήτων |
| αιτιατική | την | πνευματικότητα | τις | πνευματικότητες |
| κλητική | πνευματικότητα | πνευματικότητες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πνευματικότητα < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
πνευματικότητα θηλυκό
- η πίστη στον μεταφυσικό υπερβατισμό
- (δεν προτιμάται η συγκεκριμένη λέξη) (ο) πνευματισμός, (η) πίστη στη δύναμη των πνευμάτων
- η θεία χάρη, η θεία ευλογία του γαλήνιου και πνευματικού
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.