πλεμόνι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | πλεμόνι | τα | πλεμόνια |
| γενική | του | πλεμονιού | των | πλεμονιών |
| αιτιατική | το | πλεμόνι | τα | πλεμόνια |
| κλητική | πλεμόνι | πλεμόνια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πλεμόνι < αρχαία ελληνική πλεύμων
Μεταφράσεις
πλεμόνι
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.