πνευματοθεραπεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η πνευματοθεραπεία οι πνευματοθεραπείες
      γενική της πνευματοθεραπείας των πνευματοθεραπειών
    αιτιατική την πνευματοθεραπεία τις πνευματοθεραπείες
     κλητική πνευματοθεραπεία πνευματοθεραπείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

πνευματοθεραπεία < λόγιο ενδογενές δάνειο: pneumatothérapie < πνευματο- + -θεραπεία

Ουσιαστικό

πνευματοθεραπεία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.