πνευματιστικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πνευματιστικός | η | πνευματιστική | το | πνευματιστικό |
| γενική | του | πνευματιστικού | της | πνευματιστικής | του | πνευματιστικού |
| αιτιατική | τον | πνευματιστικό | την | πνευματιστική | το | πνευματιστικό |
| κλητική | πνευματιστικέ | πνευματιστική | πνευματιστικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πνευματιστικοί | οι | πνευματιστικές | τα | πνευματιστικά |
| γενική | των | πνευματιστικών | των | πνευματιστικών | των | πνευματιστικών |
| αιτιατική | τους | πνευματιστικούς | τις | πνευματιστικές | τα | πνευματιστικά |
| κλητική | πνευματιστικοί | πνευματιστικές | πνευματιστικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- πνευματιστικός < πνευματιστής + -ικός ((μεταφραστικό δάνειο) γαλλική spiritiste)
Μεταφράσεις
πνευματιστικός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.