ψιλή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ψιλή οι ψιλές
      γενική της ψιλής των ψιλών
    αιτιατική την ψιλή τις ψιλές
     κλητική ψιλή ψιλές
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ψιλή < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ψιλή (εννοείται η λέξη προσωδία, ουσιαστικοποιημένο θηλυκό του επιθέτου ψιλός[1]
Η ψιλή.

Προφορά

ΔΦΑ : /psiˈli/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ψιλή
ομόηχα: ψηλή, ψιλοί, ψηλοί

Ουσιαστικό

ψιλή θηλυκό

  1. (διακριτικό σημάδι) το σημείο [ ᾿ ], το ένα από τα δύο πνεύματα που χρησιμοποιούνταν στο πολυτονικό σύστημα γραφής της ελληνικής γλώσσας, αυτό που δήλωνε την απουσία δασείας προφοράς για το αρχικό φωνήεν μιας λέξη, όμοιο με το σύμβολο της αποστρόφου
  2. μηχανή για κούρεμα που κόβει τα μαλλιά σύρριζα, γουλί
      Την άλλη μέρα πήγα στον κουρέα στην οδό Σικίνου και του ζήτησα να με κουρέψει με την ψιλή. (Γιάννης Ξανθούλης (1987), Το πεθαμένο λικέρ [μυθιστόρημα])
  3. η μπάτσα, η σφαλιάρα
    θα σε αρχίσω στις ψιλές να στρώσεις

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ψιλή

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.