χιούμορ
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈçu.moɾ/
Ουσιαστικό
χιούμορ ουδέτερο άκλιτο
- εύθυμη αντιμετώπιση μιας κατάστασης μαζί με ειρωνεία και ενδεχομένως σάτιρα
- αστεϊσμός
Συνώνυμα
Παράγωγα
- χιουμορίστας
- χιουμοριστής
- χιουμοριστικά
- χιουμοριστικός
Μεταφράσεις
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.