πνευματολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | πνευματολογία | οι | πνευματολογίες |
| γενική | της | πνευματολογίας | των | πνευματολογιών |
| αιτιατική | την | πνευματολογία | τις | πνευματολογίες |
| κλητική | πνευματολογία | πνευματολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- πνευματολογία < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα πνευματολογία (μαρτυρείται από το 1785)[1] < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική pneumatologie < peumato- < αρχαία ελληνική πνεύμα πνευματο- + -logie (-λογία) < αρχαία ελληνική λόγος [2]
Προφορά
- ΔΦΑ : /pnev.ma.to.loˈʝi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πνευ‐μα‐το‐λο‐γί‐α
Ουσιαστικό
πνευματολογία θηλυκό
- (χριστιανισμός) κλάδος της χριστιανικής θεολογίας που ασχολείται με το Άγιο Πνεύμα
- (γενικότερα)
- η μελέτη της επικοινωνίας Θεού και ανθρώπων μέσω των πνευμάτων
- μελέτη της φύσης των πνευμάτων
Συγγενικά
- πνευματολογικός
- πνευματολόγος
Αναφορές
- σελ. 815, Τόμος Β΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
Πηγές=
- πνευματολογία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- πνευματολογ- - Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.