αλκοολούχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αλκοολούχος | η | αλκοολούχα & αλκοολούχος |
το | αλκοολούχο |
| γενική | του | αλκοολούχου | της | αλκοολούχας & αλκοολούχου |
του | αλκοολούχου |
| αιτιατική | τον | αλκοολούχο | την | αλκοολούχα & αλκοολούχο |
το | αλκοολούχο |
| κλητική | αλκοολούχε | αλκοολούχα & αλκοολούχε |
αλκοολούχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αλκοολούχοι | οι | αλκοολούχες & αλκοολούχοι |
τα | αλκοολούχα |
| γενική | των | αλκοολούχων | των | αλκοολούχων | των | αλκοολούχων |
| αιτιατική | τους | αλκοολούχους | τις | αλκοολούχες & αλκοολούχους |
τα | αλκοολούχα |
| κλητική | αλκοολούχοι | αλκοολούχες & αλκοολούχοι |
αλκοολούχα | |||
| ομάδα '-ος -ος -ο & -α', Κατηγορία όπως «κερδοφόρος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
αλκοολούχος, -α/-ος, -ο
- αυτός που περιέχει αλκοόλ
- στις ΗΠΑ απαγορεύεται η διάθεση αλκοολούχων ποτών σε νέους κάτω των 18 ετών
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.