πλάνος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλάνος η πλάνα το πλάνο
      γενική του πλάνου της πλάνας του πλάνου
    αιτιατική τον πλάνο την πλάνα το πλάνο
     κλητική πλάνε πλάνα πλάνο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλάνοι οι πλάνες τα πλάνα
      γενική των πλάνων των πλάνων των πλάνων
    αιτιατική τους πλάνους τις πλάνες τα πλάνα
     κλητική πλάνοι πλάνες πλάνα
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «ωραίος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πλάνος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πλάνος (επίθετο)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈpla.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: πλάνος

Επίθετο

πλάνος, -α, -ο

  1. που ξεγελάει και εξαπατάει με ψεύτικα λόγια και υποσχέσεις
  2. γοητευτικός

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη πλανώ

Μεταφράσεις

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία 1

πλάνος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πλάνος (επίθετο)

Επίθετο

πλάνος

Ουσιαστικό

πλάνος αρσενικό

  1. απατεώνας, ψεύτης
  2. άνθρωπος ανήθικος, κακοήθης

Συγγενικά

 και δείτε τη λέξη πλανῶ

Ετυμολογία 2

πλάνος < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική πλάνος (αρσενικό ουσιαστικό) με μεταπλασμό σε ουδέτερο

Ουσιαστικό

πλάνος ουδέτερο

  1. δόλος, απάτη
  2. δέλεαρ, θέλγητρο
  3. παγίδα (για ζώα)


Ετυμολογία 3

πλάνος < (άμεσο δάνειο) λατινική planus

Επίθετο

πλάνος

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πλάνος, ήδη στον Σοφοκλή < πλανάομαι / πλανῶμαι (αναδρομικός σχηματισμός) [1] < πλανάω
ΑΠΟΓΟΝΟΙ: μεσαιωνικά ελληνικά: πλάνος νέα ελληνικά: πλάνος
λατινικά: planus (στη σημασία: απατεώνας)

Επίθετο

 γένη αρσενικό & θηλυκό ουδέτερο
 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική / πλάνος τὸ πλάνον
      γενική τοῦ/τῆς πλάνου τοῦ πλάνου
      δοτική τῷ/τῇ πλάν τῷ πλάν
    αιτιατική τὸν/τὴν πλάνον τὸ πλάνον
     κλητική ! πλάνε πλάνον
 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική οἱ/αἱ πλάνοι τὰ πλάν
      γενική τῶν πλάνων τῶν πλάνων
      δοτική τοῖς/ταῖς πλάνοις τοῖς πλάνοις
    αιτιατική τοὺς/τὰς πλάνους τὰ πλάν
     κλητική ! πλάνοι πλάν
    δυϊκός  
ονομ-αιτ-κλ τὼ πλάνω τὼ πλάνω
      γεν-δοτ τοῖν πλάνοιν τοῖν πλάνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δύσκολος' όπως «τοξοβόλος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

πλάνος, -ος, -ον

  1. παραπλανητικός, απατηλός
  2. περιπλανώμενος, ασταθής

Σύνθετα

  • ἀείπλανος
  • ἀερόπλανος
  • ἁλίπλανος
  • ἀπόπλανος
  • ἀρχίπλανος
  • δύσπλανος
  • ἐρημοπλάνος
  • ἐρωτοπλάνος
  • λαοπλάνος
  • μυθοπλάνος
  • νυκτίπλανος
  • πλανοστιβής
  • πολύπλανος
  • ποντοπλάνος
  • σύμπλανος
  • τηλέπλανος
  • ὠκύπλανος

Συγγενικά

Ουσιαστικό

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πλάνος οἱ πλάνοι
      γενική τοῦ πλάνου τῶν πλάνων
      δοτική τῷ πλάν τοῖς πλάνοις
    αιτιατική τὸν πλάνον τοὺς πλάνους
     κλητική ! πλάνε πλάνοι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πλάνω
γεν-δοτ τοῖν  πλάνοιν
2η κλίση, Κατηγορία 'δρόμος' όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

πλάνος, -ου αρσενικό

Αναφορές

  1. s.v. «πλανώ» - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.