πλανευτής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | πλανευτής | οι | πλανευτές |
| γενική | του | πλανευτή | των | πλανευτών |
| αιτιατική | τον | πλανευτή | τους | πλανευτές |
| κλητική | πλανευτή | πλανευτές | ||
| Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
πλανευτής
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.