παγίδα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παγίδα οι παγίδες
      γενική της παγίδας των παγίδων
    αιτιατική την παγίδα τις παγίδες
     κλητική παγίδα παγίδες
Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παγίδα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική παγίδα < αρχαία ελληνική παγίς (αιτιατική «τὴν παγίδα») < υποκοριστικό του πάγη, θηρευτικό δίχτυ < θέμα παγ- < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *pag- / *pak- (δείτε και πήγνυμι, πήζω)[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /paˈʝi.ða/

Ουσιαστικό

παγίδα θηλυκό

  1. συσκευή που χρησιμεύει στη σύλληψη (και ενίοτε τη θανάτωση) ζώων, κρατώντας τα σε ένα κελλί ή συγκρατώντας μέρος του σώματός τους
  2. κάτι (αντικείμενο, σχέδιο, κλπ.) που εξαπατά κάποιον τραβώντας την προσοχή του

Συγγενικά

Σύνθετα

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.