απατηλός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | απατηλός | η | απατηλή | το | απατηλό |
| γενική | του | απατηλού | της | απατηλής | του | απατηλού |
| αιτιατική | τον | απατηλό | την | απατηλή | το | απατηλό |
| κλητική | απατηλέ | απατηλή | απατηλό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | απατηλοί | οι | απατηλές | τα | απατηλά |
| γενική | των | απατηλών | των | απατηλών | των | απατηλών |
| αιτιατική | τους | απατηλούς | τις | απατηλές | τα | απατηλά |
| κλητική | απατηλοί | απατηλές | απατηλά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- απατηλός < αρχαία ελληνική ἀπατηλός < ἀπάτη
Επίθετο
απατηλός -ή -ό
- που απατά, σκόπιμα και μη, το σχετικό με το απραγματοποίητο και φαντασιακό
- απατηλά όνειρα (αυτά που αποδείχτηκαν απραγματοποίητα)
- Μη δίνεις απατηλές υποσχέσεις (αυτές που δεν είσαι σίγουρος ότι θα τηρήσεις, που θα μείνουν πιθανότατα ανεκπλήρωτες)
- Eπρόκειτο για απατηλές εντυπώσεις (τα φαινόμενα έδειχναν άλλα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.