περιπλανώμενος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | περιπλανώμενος | η | περιπλανώμενη | το | περιπλανώμενο |
| γενική | του | περιπλανώμενου | της | περιπλανώμενης | του | περιπλανώμενου |
| αιτιατική | τον | περιπλανώμενο | την | περιπλανώμενη | το | περιπλανώμενο |
| κλητική | περιπλανώμενε | περιπλανώμενη | περιπλανώμενο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | περιπλανώμενοι | οι | περιπλανώμενες | τα | περιπλανώμενα |
| γενική | των | περιπλανώμενων | των | περιπλανώμενων | των | περιπλανώμενων |
| αιτιατική | τους | περιπλανώμενους | τις | περιπλανώμενες | τα | περιπλανώμενα |
| κλητική | περιπλανώμενοι | περιπλανώμενες | περιπλανώμενα | |||
| ομάδα 'εισαγόμενος', Κατηγορία όπως «εισαγόμενος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- περιπλανώμενος, μετοχή ενεστώτα του ρήματος περιπλανιέμαι <περιπλανάομαι-ῶμαι
Μετοχή
περιπλανώμενος, -η, -ο
- αυτός που δεν έχει μόνιμη κατοικία, ο νομάδας
- αυτός που περιπλανιέται, περιφέρεται άσκοπα ή και βασανιστικά
- περιπλανώμενος Ιουδαίος
Συγγενικά
Μεταφράσεις
περιπλανώμενος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.