ομαλός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ομαλός | η | ομαλή | το | ομαλό |
| γενική | του | ομαλού | της | ομαλής | του | ομαλού |
| αιτιατική | τον | ομαλό | την | ομαλή | το | ομαλό |
| κλητική | ομαλέ | ομαλή | ομαλό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ομαλοί | οι | ομαλές | τα | ομαλά |
| γενική | των | ομαλών | των | ομαλών | των | ομαλών |
| αιτιατική | τους | ομαλούς | τις | ομαλές | τα | ομαλά |
| κλητική | ομαλοί | ομαλές | ομαλά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ομαλός < αρχαία ελληνική ὁμαλός
Επίθετο
ομαλός, -ή, ό
- που δεν παρουσιάζει απότομες εξάρσεις ή βυθίσεις ή αλλαγές στην κλίση
- ομαλή επιφάνεια, βουνοπλαγιά
- που δεν παρουσιάζει ιδιαίτερα προβλήματα κατά την εξέλιξή του
- ομαλή λειτουργία, διεξαγωγή, προσγείωση, επιστροφή, εγκυμοσύνη
- ομαλή ανάπτυξη των παιδιών
- (φυσική) (για κίνηση) που γίνεται με σταθερή μεταβολή σε όλη τη διάρκεια εξέλιξης ενός φαινομένου
- ευθύγραμμη ομαλή κίνηση (με σταθερή ταχύτητα, σε αντίθεση με την επιταχυνόμενη
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.