ομαλός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ομαλός η ομαλή το ομαλό
      γενική του ομαλού της ομαλής του ομαλού
    αιτιατική τον ομαλό την ομαλή το ομαλό
     κλητική ομαλέ ομαλή ομαλό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ομαλοί οι ομαλές τα ομαλά
      γενική των ομαλών των ομαλών των ομαλών
    αιτιατική τους ομαλούς τις ομαλές τα ομαλά
     κλητική ομαλοί ομαλές ομαλά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ομαλός < αρχαία ελληνική ὁμαλός

Επίθετο

ομαλός, -ή, ό

  1. που δεν παρουσιάζει απότομες εξάρσεις ή βυθίσεις ή αλλαγές στην κλίση
    ομαλή επιφάνεια, βουνοπλαγιά
  2. που δεν παρουσιάζει ιδιαίτερα προβλήματα κατά την εξέλιξή του
    ομαλή λειτουργία, διεξαγωγή, προσγείωση, επιστροφή, εγκυμοσύνη
    ομαλή ανάπτυξη των παιδιών
  3. (φυσική) (για κίνηση) που γίνεται με σταθερή μεταβολή σε όλη τη διάρκεια εξέλιξης ενός φαινομένου
    ευθύγραμμη ομαλή κίνηση (με σταθερή ταχύτητα, σε αντίθεση με την επιταχυνόμενη

Αντώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.