λαοπλάνος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | λαοπλάνος | οι | λαοπλάνοι |
| γενική | του | λαοπλάνου | των | λαοπλάνων |
| αιτιατική | τον | λαοπλάνο | τους | λαοπλάνους |
| κλητική | λαοπλάνε | λαοπλάνοι | ||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
λαοπλάνος αρσενικό
- κάποιος (συνήθως πολιτικός) που έχει την ικανότητα να γοητεύει και να παραπλανά το λαό
Μεταφράσεις
λαοπλάνος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.