πλανόδιος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλανόδιος η πλανόδια το πλανόδιο
      γενική του πλανόδιου της πλανόδιας του πλανόδιου
    αιτιατική τον πλανόδιο την πλανόδια το πλανόδιο
     κλητική πλανόδιε πλανόδια πλανόδιο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλανόδιοι οι πλανόδιες τα πλανόδια
      γενική των πλανόδιων των πλανόδιων των πλανόδιων
    αιτιατική τους πλανόδιους τις πλανόδιες τα πλανόδια
     κλητική πλανόδιοι πλανόδιες πλανόδια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πλανόδιος < αρχαία ελληνική πλανόδιος

Επίθετο

πλανόδιος, -α, -ο

  • (για μικροεπαγγελματίες) που περιφέρεται στους δρόμους, χωρίς σταθερή εγκατάσταση

Μεταφράσεις



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

πλανόδιος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

πλανόδιος

  • που κινείται σε πλάγιους δρόμους, σε παράδρομους
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.