πλανερός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο πλανερός η πλανερή το πλανερό
      γενική του πλανερού της πλανερής του πλανερού
    αιτιατική τον πλανερό την πλανερή το πλανερό
     κλητική πλανερέ πλανερή πλανερό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι πλανεροί οι πλανερές τα πλανερά
      γενική των πλανερών των πλανερών των πλανερών
    αιτιατική τους πλανερούς τις πλανερές τα πλανερά
     κλητική πλανεροί πλανερές πλανερά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

πλανερός < πλάνη + -ερός[1]

Επίθετο

πλανερός, -ή, -ό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.