πλανερός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | πλανερός | η | πλανερή | το | πλανερό |
| γενική | του | πλανερού | της | πλανερής | του | πλανερού |
| αιτιατική | τον | πλανερό | την | πλανερή | το | πλανερό |
| κλητική | πλανερέ | πλανερή | πλανερό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | πλανεροί | οι | πλανερές | τα | πλανερά |
| γενική | των | πλανερών | των | πλανερών | των | πλανερών |
| αιτιατική | τους | πλανερούς | τις | πλανερές | τα | πλανερά |
| κλητική | πλανεροί | πλανερές | πλανερά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
πλανερός
|
|
Αναφορές
- πλανερός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.