μύγα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | μύγα | οι | μύγες |
| γενική | της | μύγας | των | μυγών |
| αιτιατική | τη | μύγα | τις | μύγες |
| κλητική | μύγα | μύγες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μύγα < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική μύγα < ελληνιστική κοινή μῦα < αρχαία ελληνική μυῖα

Μία μύγα.
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈmi.ɣa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : μύ‐γα
Ουσιαστικό
μύγα θηλυκό
Εκφράσεις
- βγάζει από τη μύγα ξίγκι
- δε δέχεται / δε σηκώνω μύγα στο σπαθί μου
- έκανε κι η μύγα κώλο κι έχεσε τον κόσμο όλο
- τρώει η μύγα σίδερο και το κουνούπι ατσάλι
- όποιος έχει τη μύγα μυγιάζεται
- σαν τη μύγα μες στο γάλα:
- σαν τις μύγες
- χάφτω μύγες
Σύνθετα
-
μύγα στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
μύγα
Πηγές
- μύγα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- μύγα - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- μύγα < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή μῦα < αρχαία ελληνική μυῖα
Πηγές
- μύγα - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- μύγα - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.