παλιόμυγα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η παλιόμυγα οι παλιόμυγες
      γενική της παλιόμυγας των παλιόμυγων
    αιτιατική την παλιόμυγα τις παλιόμυγες
     κλητική παλιόμυγα παλιόμυγες
Κατηγορία όπως «αρθρίτιδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

παλιόμυγα< παλιό- + μύγα

Ουσιαστικό

παλιόμυγα θηλυκό

  • (προφορικό) η ενοχλητική μύγα
    Βρε την παλιόμυγα! Δε φεύγει με τίποτα.

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.