μυγοχάφτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο μυγοχάφτης οι μυγοχάφτες
      γενική του μυγοχάφτη των μυγοχαφτών
    αιτιατική τον μυγοχάφτη τους μυγοχάφτες
     κλητική μυγοχάφτη μυγοχάφτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μυγοχάφτης < μύγ(ο) + χάφτης ( δείτε τη λέξη χάφτω)

Ουσιαστικό

μυγοχάφτης αρσενικό

  1. (δημοτική) εύπιστος, μωρόπιστος· (κυριολεκτικά) αυτός που καπαπίνει (χάφτει) μύγες (θηλυκό μυγοχάφτισσα)
  2. (καθομιλουμένη) το πτηνό μυιοθήρας ο δίχρους (του γένους Muscicapa)

Μεταφράσεις

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.