μυῖα

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική μυῖ αἱ μυῖαι
      γενική τῆς μυίᾱς τῶν μυιῶν
      δοτική τῇ μυί ταῖς μυίαις
    αιτιατική τὴν μυῖᾰν τὰς μυίᾱς
     κλητική ! μυῖ μυῖαι
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  μυῖ
γεν-δοτ τοῖν  μυίαιν
Εδώ, το καθαρό α (που ακολουθεί το ρ ή φωνήεν)
δεν είναι μακρό, αλλά κατ' εξαίρεσιν, βραχύ.
1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σφαῖρα' όπως «σφαῖρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

μυῖα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mu- / mew-

Ουσιαστικό

μυῖα θηλυκό

  • αττικός τύπος: μῦα

Απόγονοι

μυῖα (αρχαία ελληνικά)

νέα ελληνικά: μύγα
ποντιακά: μύα
ποντιακά: μυία
τουρκικά: miya

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.