μυῖα
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ἡ | μυῖᾰ | αἱ | μυῖαι |
| γενική | τῆς | μυίᾱς | τῶν | μυιῶν |
| δοτική | τῇ | μυίᾳ | ταῖς | μυίαις |
| αιτιατική | τὴν | μυῖᾰν | τὰς | μυίᾱς |
| κλητική ὦ! | μυῖᾰ | μυῖαι | ||
| δυϊκός | ||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | μυῖᾱ | ||
| γεν-δοτ | τοῖν | μυίαιν | ||
| Εδώ, το καθαρό α (που ακολουθεί το ρ ή φωνήεν) δεν είναι μακρό, αλλά κατ' εξαίρεσιν, βραχύ. | ||||
| 1η κλίση, ομάδα 'χώρα', Κατηγορία 'σφαῖρα' όπως «σφαῖρα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- μυῖα < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *mu- / mew-
Ουσιαστικό
μυῖα θηλυκό
- (εντομολογία) μύγα
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 7, 1 Μυίας ἐγκώμιον @wikisource @scaife.perseus
- αττικός τύπος : μῦα
Απόγονοι
μυῖα (αρχαία ελληνικά)
Πηγές
- μυῖα - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- μυῖα - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.