χρυσόμυγα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | χρυσόμυγα | οι | χρυσόμυγες |
| γενική | της | χρυσόμυγας | των | χρυσομυγών |
| αιτιατική | τη | χρυσόμυγα | τις | χρυσόμυγες |
| κλητική | χρυσόμυγα | χρυσόμυγες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- χρυσόμυγα < → λείπει η ετυμολογία
Μεταφράσεις
χρυσόμυγα
|
|
Πηγές
- Ηλίας Ιω. Καμπανάς Μονοτονικό Λεξικό της Δημοτικής: Ορθογραφικό, Ερμηνευτικό, Ετυμολογικό (Αθήνα: Οργανισμός Εκδόσεων Καμπανά 1990)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.