κρεατόμυγα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η κρεατόμυγα οι κρεατόμυγες
      γενική της κρεατόμυγας
    αιτιατική την κρεατόμυγα τις κρεατόμυγες
     κλητική κρεατόμυγα κρεατόμυγες
Κατηγορία όπως «πέστροφα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

κρεατόμυγα < κρέας + -ο- + μύγα ((μεταφραστικό δάνειο) αγγλική flesh fly)

Ουσιαστικό

κρεατόμυγα θηλυκό

Συγγενικά

  • flesh fly στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.